- λιμένιος
- λιμένιοςof the harbourmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμένιος — ία, ον (Α) [λιμήν] 1. (για θεό) αυτός που προστατεύει τους λιμένες 2. (το θηλ. ως επίκληση τής Αφροδίτης) η Λιμενία προστάτιδα τών ναυτικών στην Ερμιόνη … Dictionary of Greek
λιμενία — λιμενίᾱ , λιμένιος of the harbour fem nom/voc/acc dual λιμενίᾱ , λιμένιος of the harbour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίας — λιμενίᾱς , λιμένιος of the harbour fem acc pl λιμενίᾱς , λιμένιος of the harbour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένιον — neut nom/voc/acc sg λιμένιος of the harbour masc acc sg λιμένιος of the harbour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή … Dictionary of Greek
λιμενίου — λιμένιον neut gen sg λιμένιος of the harbour masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμενίῳ — λιμένιον neut dat sg λιμένιος of the harbour masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)